- φούρνος
- ο / φοῡρνος, ΝΜΑθολωτή κτιστή κατασκευή για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητώννεοελλ.1. φουρνάρικο, αρτοποιείο2. το ειδικό μέρος τής συσκευής κουζίνας ή χωριστή συσκευή που χρησιμεύει για ψήσιμο4. εστία ατμολέβητα5. τεχνολ. κοινή ονομασία τού κλιβάνου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τής καμίνου6. φρ. α) «όποιος δεν είδε κάστρο, βλέπει φούρνο και ξιπάζεται» ή «που δεν είδε το παλάτι, είδε φούρνο και θαυμάστη» — όποιος έχει ζήσει σε απομονωμένη περιοχή εκφράζει άκαιρη απορία ή θαυμασμό για μικροπράγματαβ) «φούρνος μην καπνίσει» — δηλώνει πλήρη αδιαφορία για σημαντικά θέματαγ) «κάποιος φούρνος έπεσε [ή γκρέμισε ή χάλασε ή γκρεμίστηκε]»ειρων. συνέβη κάτι απροσδόκητοδ) «σαν τον φούρνο τού Ναστραντίν Χότζα»i) λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δίνονται αλληλοσυγκρουόμενες γνώμες ή συμβουλέςii) χαρακτηρισμός ατόμου με ευμετάβολο και ασταθή χαρακτήραε) «φούρνος μικροκυμάτων» — ηλεκτρονικός φούρνος οικιακής χρήσης που λειτουργεί με υψηλής συχνότητας ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα λεγόμενα μικροκύματα, γεγονός που μειώνει κατά πολύ τον απαιτούμενο χρόνο παρασκευής τών φαγητών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furnus].
Dictionary of Greek. 2013.